Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμαντόπετρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντόπετρα η [δjamandópetra] Ο27α : (οικ.) διαμάντι κατεργασμένο και προσαρμοσμένο σε κόσμημα καθώς και το ίδιο το κόσμημα.

[διαμάντ(ι) -ο- + πέτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες