Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμαντένιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διαμαντένιος, επίθ.· διαμαντένος.
  • Σκληρός σα διαμάντι (μεταφ.):
    • μηδέν είναι η καρδιά σου διαμαντένη (Κυπρ. ερωτ. 9213).

[<ουσ. διαμάντι + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντένιος -α -ο [δjamandénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος και ιδίως στολισμένος με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Διαμαντένιο δαχτυλίδι. Διαμαντένια σκουλαρίκια. 2. (σπάν., μτφ.) αδαμάντινος.

[διαμάντ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες