Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμένω [δiaméno] Ρ αόρ. διέμεινα, απαρέμφ. διαμείνει : (λόγ.) μένω, κατοικώ κάπου: Γεννήθηκε στην Aθήνα, διαμένει όμως στη Θεσσαλονίκη.
[λόγ. < αρχ. διαμένω `παραμένω΄ σημδ. γαλλ. résider]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμένω.
-
- 1) Μένω, απομένω:
- οι στρατιώτες μίσεψαν, αφύλακτος διαμένει (Βεντράμ., Φιλ. 46).
- 2) Βρίσκομαι, παραμένω:
- πού διαμένει (ενν. η ψυχή) έως της δευτέρας παρουσίας του … Χριστού (Βακτ. αρχιερ. 189).
[αρχ. διαμένω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μένω, απομένω: