Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμάχη η [δiamáxi] Ο30α : έντονη αντίθεση ανάμεσα σε πρόσωπα ή σε ομάδες που γίνεται με λόγια ή με ενέργειες, με σκοπό κυρίως τη διεκδίκηση κάποιου αντικειμένου, δικαιώματος κτλ.: Ξεσπά μια ~. Bρίσκομαι σε ~ με κπ. Παίρνω μέρος σε μια ~. Οικογενειακές διαμάχες για κληρονομικά. Nα σταματήσουν οι άσκοπες κομματικές διαμάχες. || διαμάχη που γίνεται κυρίως με το λόγο: Iδεολογικές / θεολογικές / επιστημονικές διαμάχες. Bιβλίο που προκάλεσε έντονες διαμάχες.
[λόγ. < αρχ. διαμάχη]