Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμάντινος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαμάντινος, επίθ.
  • Που αποτελείται από διαμάντια, διαμαντένιος:
    • Η ρήγισσα διαμάντινο κόλφι είχε στο λαιμόν της (Βεντράμ., Φιλ. 155).

[<ουσ. διαμάντι + κατάλ. ινος. Τ. ός στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (λ. ένιος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες