Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμάντι το [δjamándi] Ο44 : 1. είδος άνθρακα που λόγω των ιδιοτήτων του (μεγάλη σκληρότητα και στιλπνότητα) ανήκει στους πολύτιμους λίθους. α. το ακατέργαστο διαμάντι: Ορυχείο / εξόρυξη / κατεργασία / είδη διαμαντιών. β. το κατεργασμένο διαμάντι: Γωνίες / επιφάνειες του διαμαντιού. Δαχτυλίδι με ~. Σταυρός / κολιέ με διαμάντια. Tα διαμάντια του στέμματος. || (προφ.) κόσμημα με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Φοράει διαμάντια στο λαιμό / ένα ~ στο δάχτυλο. γ. εργαλείο με αιχμή από διαμάντι: Έκοψε το τζάμι με ~. 2. (μτφ.) για χαρακτηρισμό: α. αντικειμένων που έχουν μία ή περισσότερες ιδιότητες του διαμαντιού: Δύο διαμάντια κύλησαν στα μάγουλά της, για δάκρυα. Tο κρασί είναι ~, πολύ καθαρό. β. προσώπων που έχουν πολύ καλό χαρακτήρα: Άνθρωπος / χαρακτήρας / παιδί ~. Είναι πολύ τυχερός· παίρνει γυναίκα ~.
διαμαντάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < ιταλ. diamant(e) -ι < μσνλατ. diamant- (diamas) < αρχ. ἀδάμας, αιτ. ἀδάμαντα (με επίδρ. της λ. διαφανής)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμάντι το· διαμάντε· διαμάντιν.
-
- Πολύτιμη πέτρα, διαμάντι:
- από διαμάντι οι πόρτες του ήσαν και τα καρφία (Θησ. Ζ´ [387]).
[αντιδ. <ιταλ. diamante· πβ. μεσν. ουσ. αδαμάντιον (13. αι., LBG) <αδάμας. Ο τ. ‑ε στο Meursius. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πολύτιμη πέτρα, διαμάντι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμαντικό το [δjamandikó] Ο38 : (οικ.) κόσμημα στολισμένο με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Tης χάρισε ένα ~ για την επέτειο του γάμου τους. Tης έκλεψαν τα διαμαντικά. || (πληθ., ειρ.): Ήταν φορτωμένη με διαμαντικά.
[διαμάντ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμάντινος, επίθ.
-
- Που αποτελείται από διαμάντια, διαμαντένιος:
- Η ρήγισσα διαμάντινο κόλφι είχε στο λαιμόν της (Βεντράμ., Φιλ. 155).
[<ουσ. διαμάντι + κατάλ. ‑ινος. Τ. ‑ός στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑ένιος)]
- Που αποτελείται από διαμάντια, διαμαντένιος: