Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλύτης ο [δialítis] Ο10 : ουσία, συνήθ. υγρή, που χρησιμοποιείται για τη διάλυση άλλων ουσιών, για τη δημιουργία δηλ. ενός διαλύματος: Ο πιο κοινός ~ είναι το νερό. Οργανικοί διαλύτες.
[λόγ. < αρχ. διαλύτης `που διασπά, που διαλύει΄ σημδ. γαλλ. dissolvant]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλυτής ο.
-
- (Προκ. για όνειρο) ερμηνευτής, εξηγητής:
- (Πεντ. Γέν. ΧLI 8).
[<διαλύω + κατάλ. ‑τής. Πβ. λ. ‑στής στο Somav.]
- (Προκ. για όνειρο) ερμηνευτής, εξηγητής: