Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλευκαίνω [δialefkéno] -ομαι Ρ7.3 : ερευνώντας διεξοδικά βρίσκω τον αίτιο ή τα αίτια που προκάλεσαν κτ., φέρνω στο φως στοιχεία που αφορούν μια σκοτεινή υπόθεση: Στη μελέτη του επιχειρεί να διαλευκάνει το ρόλο που έπαιξαν ορισμένοι πρωταγωνιστές του Εμφυλίου. Πρέπει να διαλευκάνουμε τις συνθήκες που οδήγησαν στα αιματηρά γεγονότα. || εξιχνιάζω: Οι ανακρίσεις δεν κατόρθωσαν να διαλευκάνουν το έγκλημα. Ένα μυστήριο που πρέπει να διαλευκανθεί.
[λόγ. < ελνστ. διαλευκαίνω]