Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλεκτολογικός -ή -ό [δialektolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαλεκτολογία: Διαλεκτολογικές έρευνες.
διαλεκτολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. dialectologique < dialectolog(ie) = διαλεκτολογ(ία) -ique = -ικός]