Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλεκτολογία η [δialektolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τις διαλέκτους: Mάθημα αρχαίας ελληνικής / νεοελληνικής διαλεκτολογίας.
[λόγ. < γαλλ. dialectologie < dialect(e) = διάλεκτ(ος) -ο- + -logie = -λογία]