Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλείπων -ουσα -ον [δialípon] Ε12 : (λόγ., επιστ.) που δεν είναι συνεχής: ~ φάρος, που αναβοσβήνει. || (ιατρ.) ~ πυρετός. Διαλείπουσα χωλότητα.
[λόγ. < αρχ. διαλείπων μεε. του ρ. διαλείπω `αφήνω κενό΄]