Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλαλώ [δialaló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. φωνάζω δυνατά, ώστε να ακουστώ όσο το δυνατό μακρύτερα, κυρίως για υπαίθριο πωλητή: Οι πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. 2. κάνω κτ. γνωστό, το διαδίδω παντού με τρόπο θριαμβευτικό ή στομφώδη: Θα διαλαλήσουμε τη δόξα της πατρίδας μας στα πέρατα της οικουμένης. Διαλαλεί τα κατορθώματά του, τα διατυμπανίζει. || διαδίδω κτ. που δε θα έπρεπε να το αποκαλύψω, το διατυμπανίζω: Σου είπα ένα μυστικό κι εσύ βγήκες και το διαλάλησες παντού.
[μσν. διαλαλώ < ελνστ. διαλαλῶ `συζητώ για κτ.΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλαλώ.
-
- 1)
- α) Διακηρύσσω, ανακοινώνω κ. δημόσια:
- Με βούκινα … στη χώρα διαλαλούσι, οι ανήμποροι … να φυλαχτούσι (Ερωτόκρ. Β´ 105)·
- β) διατυμπανίζω, διαδίδω κ.:
- οι γειτονίες … διαλαλούν τα (ενν. τες πομπές) ωσάν τραγούδια (Συναξ. γυν. 657)·
- γ) (προκ. για καμπάνα) σημαίνω (ένα γεγονός):
- καμπάνες διαλαλούσι … όλοι να μαζωκτούσι (Διήγ. ωραιότ. 215)·
- δ) διαλαλώ κ. που προορίζεται για πούλημα, βγάζω κ. σε δημοπρασία (με νομική χροιά):
- να ορίσουν … τον διαλαλητήν της αυθεντίας να διαλαλήσει … εκείνον το σπίτιν (Ασσίζ. 4026).
- α) Διακηρύσσω, ανακοινώνω κ. δημόσια:
- 2) Ανακοινώνω:
- τους εδιαλάλησαν ότι να συναχθούσιν (Χρον. Τόκκων 3862).
- 3) Προκηρύσσω, ορίζω κ.:
- ο Ρήγας … γκιόστρα … εδιαλάλησε (Ευγέν. 1208).
- 4) Ανακηρύσσω, αναγορεύω κάπ. κ.:
- εδιαλαλήσαν την (ενν. την Τσαρλόττα) ρήγαινα (Μαχ. 6843).
- 5) Διαπομπεύω, διασύρω κάπ.:
- (Σαχλ. B´ PM 423).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξακουστός, ονομαστός:
- μέγας κοσμοκράτορας ήμουν διαλαλημένος (Νεκρ. βασιλ. 56).
[αρχ. διαλαλέω. Η λ. και σήμ.]
- 1)