Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλαλητής ο [δialalitís] Ο7 : αυτός που διαλαλεί κτ., που το φωνάζει δυνατά για να το ακούσουν όλοι ή που το προβάλλει έντονα για να το μάθουν όλοι.
[μσν. διαλαλητής < διαλαλη- (διαλαλώ) -τής]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλαλητής ο.
-
- Κήρυκας, ντελάλης:
- Πάλε ο διαλαλητής εδιαλάλησεν (Μαχ. 4586).
[<αόρ. του διαλαλώ + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κήρυκας, ντελάλης: