Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλαλημός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαλαλημός ο.
  • 1) Ανακοίνωση με κήρυκα, προκήρυξη, διακήρυξη:
    • εγένετον διαλαλημός σ’ όλους τους πελεγρίνους (Χρον. Μορ. H 501).
  • 2) Δημοπρασία:
    • ο δανειστής ημπορεί να βάλει το αμάχιν εις το διαλαλημόν (Ασσίζ. 5427).
  • 3) Φρ. βάνω διαλαλημόν, βλ. βάνω Α´30γ.

[<αόρ. του διαλαλώ + κατάλ. μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες