Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακόρευση η [δiakórefsi] Ο33 : (ιατρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακορεύω, η ρήξη του παρθενικού υμένα: ~ παρθένας.
[λόγ. < ελνστ. διακόρευ(σις) -ση]