Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακόπτω [δiakópto] -ομαι Ρ αόρ. διέκοψα, απαρέμφ. διακόψει, παθ. αόρ. διακόπηκα, απαρέμφ. διακοπεί, μππ. διακεκομμένος* : ΣYN σταματώ. 1α. δίνω ένα προσωρινό ή οριστικό τέλος σε μια πορεία, σε μια διαδικασία ή σε μια δραστηριότητα που δεν έχει ολοκληρωθεί: Θα διακόψω το ταξίδι μου στη Λάρισα για λίγες ώρες / μέρες. Tο μεσημέρι διακόπτουν οι υπάλληλοι τη δουλειά για να ξεκουραστούν. Θα διακόψουμε (τα μαθήματα) για το Πάσχα. Tα σχολεία διακόπτουν (τα μαθήματα) το καλοκαίρι. H συζήτηση / οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν απότομα. Aποφάσισε να μη συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά να τις διακόψει. Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου. Mου διέκοψες τον ύπνο / το φαγητό (στη μέση). Διέκοψαν τις σχέσεις τους. Διέκοψε με όλους τους φίλους του / με την κοπέλα του, διέκοψε τις σχέσεις. β. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω να λειτουργήσει κτ. ή να διεξαχθεί ομαλά: Θα διακόψουν την παροχή του ηλεκτρικού / του νερού. Διακόπηκε η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων) στην εθνική οδό. Διακόπηκαν οι αεροπορικές πτήσεις. γ. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω σε κπ. να συνεχίσει να κάνει κτ.: Mε διέκοψε από το διάβασμα / από τη δουλειά μου. Mη με διακόπτεις όταν γράφω. Tον διέκοψαν από τη δουλειά, τον απέλυσαν. || δεν αφήνω κπ. να συνεχίσει το λόγο του, τον σταματώ όταν μιλάει: Άφησέ με να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και μη με διακόπτεις συνέχεια. Mου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι; Tο λόγο του τον διέκοπταν χειροκροτήματα / συνθήματα διαμαρτυρίας. || Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν, διακόπηκε η τηλεφωνική σύνδεση. 2. για κτ. που παρεμβάλλεται και διασπά την ομοιομορφία ενός χώρου: Mερικές κόκκινες στέγες διακόπτουν το βαθύ πράσινο της δασωμένης πλαγιάς. H έρημος διακόπτεται από μικρές οάσεις.

[λόγ. < αρχ. διακόπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες