Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόνισσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακόνισσα η [δiakónisa] Ο27 : 1α. γυναίκα που υπηρετούσε στην εκκλησία, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. β. γυναίκα που εργάζεται στο ιεραποστολικό έργο της εκκλησίας: Σχολή Διακονισσών της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. σύζυγος διακόνου.

[λόγ. < ελνστ. διακόνισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
διακόνισσα η.
  • Η γυναίκα που φροντίζει το ναό:
    • (Βακτ. αρχιερ. 186).

[<ουσ. διάκονος + κατάλ. ισσα. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες