Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόνημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακόνημα το [δiakónima] Ο49 : διατεταγμένη υπηρεσία στα πλαίσια της μοναστικής ή εκκλησιαστικής ζωής.

[λόγ. < αρχ. διακόνημα]

[Λεξικό Κριαρά]
διακόνημα το· δικόνημαν.
  • Υπηρεσία που εκτελείται από μοναχό:
    • Έδωκας, κυρ ’γούμενε, τους καλογέρους δικόνημαν (Σπανός A 343).

[αρχ. ουσ. διακόνημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες