Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακυβεύω [διakivévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.) : αφήνω μια σοβαρή και δύσκολη υπόθεση να εξελιχθεί και να διαμορφωθεί από τυχαίους ή απρόβλεπτους παράγοντες, επειδή δεν μπορώ ή δε θέλω να παρέμβω, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η καλή έκβασή της· ΣYN έκφρ. παίζω κτ. στα ζάρια: Mέσα στη δίνη των διεθνών ανακατατάξεων διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα, παίζονται.
[λόγ. < ελνστ. διακυβεύω]