Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακυβέρνηση η [δiakivérnisi] Ο33 : άσκηση της πολιτικής εξουσίας: Ο λαός με την ψήφο του αποφασίζει ποιο κόμμα θα αναλάβει τη ~ της χώρας. || (επέκτ.): H ~ του πλοίου, διοίκηση.
[λόγ. < ελνστ. διακυβέρνη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση σημδ. γαλλ. gouvernement]