Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακριτός -ή -ό [δiakritós] Ε1 : που μπορούμε να τον διακρίνουμε, να τον ξεχωρίσουμε από κπ. ή από κτ. άλλο.
[λόγ. διακρί(νω) -τός μτφρδ. γαλλ. distinct]