Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακριτικότητα η [δiakritikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διακριτικού 1. 1α. τρόπος συμπεριφοράς που δε θίγει και δεν ενοχλεί τους άλλους. ANT αδιακρισία: Mου ζήτησε με πολλή ~ να τον αφήσω μόνο του. Yποδείξεις και ερωτήσεις που δείχνουν έλλειψη διακριτικότητας. β. ήσυχος και αθόρυβος τρόπος ζωής. 2α. τρόπος ενέργειας που επιτρέπει σε κπ. να μη γίνεται αντιληπτός: Όλες οι προετοιμασίες έγιναν με τόση ~, ώστε κανένας δεν υποπτεύθηκε τίποτα. β. ο χαρακτήρας αυτού που είναι απλός, που δεν είναι φανταχτερός, έντονος: H ~ των χρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. διακριτικότης, αιτ. -ητα `ικανότητα διάκρισης΄ κατά τη σημ. της λ. διακριτικός 1]