Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσμητικός -ή -ό [δiakozmitikós] Ε1 : 1. για κτ. που έχει σχέση με τη διακόσμηση ή που χρησιμεύει για διακόσμηση και που συνήθ. δεν έχει πρακτική αξία: Διακοσμητικές τέχνες. Ο δικέφαλος αετός είναι ένα παραδοσιακό διακοσμητικό στοιχείο. Διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους. Διακοσμητικά κουμπιά, που δεν κουμπώνουν. Διακοσμητικά κλειδιά, με διακοσμημένη λαβή. || (ως ουσ.) η διακοσμητική, η τέχνη της διακόσμησης, οι διακοσμητικές τέχνες. 2. για κπ. που δε συμμετέχει ουσιαστικά σε κτ., του οποίου η συμβολή ή η δικαιοδοσία είναι ασήμαντη ή μηδενική: Ο ρόλος του επίτιμου προέδρου στο κόμμα είναι ~. Tο αξίωμα του βασιλιά στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι σχεδόν διακοσμητικό. Στο συμβούλιο της εταιρείας ο (τάδε) είναι ένα καθαρά διακοσμητικό πρόσωπο.
διακοσμητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διακοσμητικός `κανονιστικός΄ σημδ. γαλλ. ornemental, décoratif]