Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσιοστός -ή -ό [δjakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός διακόσια: Διακοσιοστή επέτειος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το διακοσιοστό, το ένα από τα διακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα διακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. διακοσιοστός]