Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακορεύω [δiakorévo] -ομαι Ρ5.1 : (ιατρ.) προξενώ ρήξη του παρθενικού υμένα με συνουσία ή με εξωτερική βία.
[λόγ. < αρχ. διακορεύω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. διακορεύω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |