Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακορεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακορεύω [δiakorévo] -ομαι Ρ5.1 : (ιατρ.) προξενώ ρήξη του παρθενικού υμένα με συνουσία ή με εξωτερική βία.

[λόγ. < αρχ. διακορεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go