Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακονικός -ή -ό [δiakonikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το διάκονο ή που ανήκει σε αυτόν: Διακονικά έργα / καθήκοντα / άμφια. 2. (ως ουσ., εκκλ.) το διακονικό: α. το μέρος του Aγίου Bήματος όπου στέκεται ο διάκονος κατά τη Θεία Λειτουργία. β. το σκευοφυλάκιο που βρίσκεται στο Άγιο Bήμα. γ. (πληθ.) δεήσεις που εκφωνεί ο διάκονος.
[λόγ. < ελνστ. διακονικός, αρχ. σημ.: `που προσφέρει χειρωνακτική υπηρεσία΄]