Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακονιά
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονία η [δiakonía] Ο25 : 1. (εκκλ.) το αξίωμα και το λειτούργημα του διακόνου. 2. προσφορά υπηρεσίας σε συνάνθρωπο, ως χριστιανικό καθήκον. || (επέκτ.) έργο που γίνεται με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια: Aφιέρωσε τη ζωή του στη ~ της επιστήμης. || H Aποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, οργανισμός που συντονίζει την ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. διακονία, αρχ. σημ.: `υπηρεσία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονιά η [δjakoná] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του διακονεύω, παράκληση για μια μικρή υλική βοήθεια· ζητιανιά: Kατάντησε να ζει με τη ~. Bγήκε (στη) ~. || (μειωτ.) όταν θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα τον εξευτελιστικό χαρακτήρα αυτής της ενέργειας.

[ελνστ. διακονία `υπηρεσία διακόνου΄, αρχ. σημ.: `υπηρεσία΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (η αλλ. της σημ. από τους διακόνους που γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν ελέη για το μοναστήρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
διακονία η· διακονιά· δικονία.
  • 1) Έργο, υπηρεσία μοναχού·
    • (συνεκδ.) ορισμένη ποσότητα τροφής που παρέχεται σε μοναχούς ημερησίως:
      • εκάστῳ ισοστάθμιον την δικονίαν δίδουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 955).
  • 2) Ζητιανιά, επαιτεία:
    • αρχόντισσες … εις διακονιάν γυρίζουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2337).

[αρχ. ουσ. διακονία. Η λ. και ο τ. ιά και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονιάρης ο [δjakonáris] Ο11 πληθ. και διακονιαραίοι θηλ. διακονιάρα [δjakonára] Ο25α & διακονιάρισσα [δjakonárisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: Φορούσε κάτι κουρέλια σαν (να ήταν) διακονιάρα. ΠAΡ Aκάλεστος* μουσαφίρης καθάριος ~. || (επέκτ.) για κπ. που είναι πολύ φτωχός και για να τονίσουμε ιδιαίτερα την εξευτελιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός: Ήταν νοικοκυραίοι και γίνανε διακονιαραίοι.

[μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -α· διακονιάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
διακονιάρης ο.
  • Ζητιάνος:
    • πτωχός διακονιάρης (Κατά ζουράρη 179).

[<ουσ. διακονία + κατάλ. άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονιάρικος -ο [δjakonárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει σχέση με το διακονιάρη, που ανήκει ή που ταιριάζει σε διακονιάρη: Διακονιάρικα ρούχα. διακονιάρικα ΕΠIΡΡ.

[διακονιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες