Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακονεύω [δjakonévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) ζητιανεύω: Ένας γέρος διακόνευε έξω από την εκκλησιά. Γύριζε από πόρτα σε πόρτα και διακόνευε για να ζήσει. || (μειωτ.): Tρέχει από φίλο σε γνωστό διακονεύοντας δανεικά.
[διάκον(ος) -εύω, δηλ. `ασκώ υπηρεσία διακόνου΄ με αλλ. της σημ. κατά το διακονιά (πρβ. αρχ. διακονῶ `ασκώ υπηρεσία΄ < διάκονος)]