Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακονεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονεύω [δjakonévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) ζητιανεύω: Ένας γέρος διακόνευε έξω από την εκκλησιά. Γύριζε από πόρτα σε πόρτα και διακόνευε για να ζήσει. || (μειωτ.): Tρέχει από φίλο σε γνωστό διακονεύοντας δανεικά.

[διάκον(ος) -εύω, δηλ. `ασκώ υπηρεσία διακόνου΄ με αλλ. της σημ. κατά το διακονιά (πρβ. αρχ. διακονῶ `ασκώ υπηρεσία΄ < διάκονος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες