Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακομιδή η [δiakomiδí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια του διακομίζω, μεταφορά, συνήθ. ασθενή ή τραυματία, από έναν τόπο σε άλλον.
[λόγ. < αρχ. διακομιδή `μεταφορά΄]