Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακομίζω [δiakomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) μεταφέρω κπ. που δεν μπορεί ή που δεν πρέπει να μετακινηθεί μόνος του: Ο ασθενής διακομίστηκε με φορείο στο νοσοκομείο.
[λόγ. < αρχ. διακομίζω `μεταφέρω΄]