Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακλαδικός -ή -ό [δiaklaδikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο ή περισσότερους κλάδους κάποιου τομέα δραστηριότητας, για κτ. στο οποίο συμμετέχουν διάφοροι κλάδοι: Διακλαδική άσκηση, των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Διακλαδική έκθεση, όλων των κλάδων παραγωγής.
διακλαδικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δια- + κλαδικός]