Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακινώ [δiakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταφέρω εμπορεύματα ή άλλα οικονομικά αγαθά από τόπο σε τόπο: Aπό τα ελληνικά λιμάνια διακινούνται προϊόντα προς τις αραβικές χώρες. || διανέμω, διαθέτω κάποιο εμπόρευμα: Λαθρέμποροι διακίνησαν στην ελληνική αγορά μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών. β. (για πνευματικά αγαθά) διαδίδω: Οι ιδέες διακινούνται σε όλον τον κόσμο. 2. μεταφέρω επιβάτες: Οι σιδηρόδρομοι διακινούν με ασφάλεια επιβάτες προς και από όλες τις χώρες της Ευρώπης. || (παθ.) μετακινούμαι: Στο κέντρο της πόλης διακινούνται χιλιάδες πολίτες.
[λόγ. < αρχ. διακινῶ `κινώ, ταράζω΄, μσν. σημ.: `κουνώ πέρα δώθε΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διακινώ.
-
- Α´ (Μτβ.) μετακινώ κ.:
- (Ορνεοσ. αγρ. 56817).
- Β´ (Αμτβ.) μπαίνω σε κίνηση· ξεκινώ:
- μαζωκτήκαμεν … και όλοι διακινούμεν (Διήγ. ωραιότ. 629).
[αρχ. διακινέω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) μετακινώ κ.: