Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακατέχω [δiakatéxo] -ομαι Ρ πρτ. διακατείχα, παθ. πρτ. διακατεχόμουν : 1. για έντονο συναίσθημα που κυριεύει κπ.· κατέχω·: Mε διακατέχει (ο) φόβος / (η) αγωνία. Tο πλήθος διακατέχεται από ενθουσιασμό / από εκδικητική μανία. 2. (λόγ.) έχω κτ. στην απόλυτη εξουσία και κατοχή μου.
[λόγ. < ελνστ. διακατέχω `κατέχω σταθερά΄]