Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακανονισμός ο [δiakanonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακανονίζω, η ρύθμιση μιας διαφοράς: ~ οφειλών προς το δημόσιο. Tραπεζικός / δικαστικός / φιλικός ~.
[λόγ. διακανονισ- (διακανονίζω) -μός]