Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαιώνιση η [δieónisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του διαιωνίζω. 1α. διατήρηση στη μνήμη ή σε ισχύ γεγονότων, καταστάσεων ή άλλων στοιχείων από τη ζωή των ανθρώπων, μέσα στη διάρκεια των αιώνων και στην εναλλαγή των γενεών. β. διατήρηση ενός βιολογικού είδους: H ~ του ανθρώπινου γένους. 2. παράταση μιας εκκρεμότητας, διατήρηση μιας δυσάρεστης κατάστασης για αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα: Πρέπει να τεθεί τέρμα στη ~ της αντιδικίας με τους γείτονές μας. H ~ των διαπραγματεύσεων μάς οδήγησε σε αδιέξοδο.
[λόγ. διαιωνι- (διαιωνίζω) -σις > -ση]