Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαιωνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κτ. να διαρκέσει για απεριόριστο ή για απροσδιόριστα πολύ μεγάλο διάστημα, το διατηρώ στη μνήμη αναρίθμητων γενεών: Προκαταλήψεις / ελαττώματα / μίση που διαιωνίστηκαν έως τις μέρες μας. H δόξα του θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει το έθνος μας. β. διατηρώ ένα βιολογικό είδος με τη δημιουργία απογόνων, με την αναπαραγωγή. 2. αναβάλλω συνεχώς την έναρξη μιας διαδικασίας ή την παρατείνω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί να ολοκληρωθεί και να καταλήξει σε ένα αποτέλεσμα: Όσο διαιωνίζονται νοσηρές κοινωνικές καταστάσεις, τόσο δυσκολότερη είναι η θεραπεία τους. Mε τις ατελείωτες συζητήσεις διαιωνίζουμε ένα πρόβλημα που χρειάζεται άμεση λύση.

[λόγ.: 1: ελνστ. διαιωνίζω· 2: σημδ. γερμ. verewigen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες