Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαιτητικός 1 -ή -ό [δietitikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη δίαιτα 1, που αποβλέπει στη σωστή διατροφή: Διαιτητικά φαγητά. Διαιτητική αγωγή. Διαιτητικά φάρμακα, για τη διατροφή των ασθενών, χωρίς ιδιαίτερη θεραπευτική δράση. 2. (ως ουσ.) η διαιτητική: α. κλάδος της ιατρικής και της υγιεινής, που ασχολείται με τους κανόνες και τα συστήματα διατροφής. β. σχετικό σύγγραμμα.
[λόγ. < αρχ. διαιτητικός, διαιτητική ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαιτητικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο διαιτητή ή στη διαιτησία: Διαιτητική απόφαση / κρίση / ρήτρα. Διεθνές διαιτητικό δικαστήριο της Xάγης.
[λόγ. < ελνστ. διαιτητικός]