Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαιρέτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαιρέτης ο [δierétis] Ο10 : (μαθημ.) ο αριθμός που διαιρεί έναν άλλο, το διαιρετέο: Ο μέγιστος κοινός ~. Όταν ο ~ είναι μεγαλύτερος από το διαιρετέο, το πηλίκο είναι μικρότερο από τη μονάδα.

[λόγ. < μσν. διαιρέτης `αυτός που διανέμει, που μοιράζει΄ < αρχ. διαιρε- (διαιρῶ) -της σημδ. γαλλ. diviseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες