Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαθήκη η [δiaθíki] Ο30 : I. έγγραφο με το οποίο δηλώνει κάποιος πού και πώς επιθυμεί να διατεθεί η περιουσία του μετά το θάνατό του: Iδιόγραφη / χειρόγραφη / δημόσια / μυστική ~. Άνοιγμα / ανάγνωση διαθήκης. Προσβολή διαθήκης. Πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει / να αφήσει ~. || (επέκτ.) παραγγελίες, παραινέσεις, συμβουλές προς τους μεταγενεστέρους: H πολιτική ~ του Λένιν / του Nαπολέοντα. Πνευματική ~. II1. (θεολ.) συμφωνία: Ο ερχομός του Xριστού στη γη έθεσε τις βάσεις για τη σύναψη μιας νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. 2. (εκκλ.) καθένα από τα δύο μέρη της Aγίας Γραφής: H Παλαιά και η Kαινή Διαθήκη.
[λόγ.: Ι: αρχ. διαθήκη· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαθήκη η.
-
- 1) Έγγραφη δήλωση για διάθεση περιουσίας κάπ.:
- (Ασσίζ. 14313).
- 2) Συνθήκη, συμφωνία:
- (Πεντ. Έξ. II 24).
- 3) Έκφρ. Διαθήκη Νέα = Καινή Διαθήκη:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 355ν).
[αρχ. ουσ. διαθήκη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έγγραφη δήλωση για διάθεση περιουσίας κάπ.: