Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαθέσιμος -η -ο [δiaθésimos] Ε5 : που είναι στη διάθεσή μας, ώστε να μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε: Ο ~ χρόνος. Διαθέσιμα χρήματα / εμπορεύματα / εισιτήρια. Aντιμετώπισαν την κατάσταση με όλα τα διαθέσιμα μέσα. || (για πρόσ.): Είμαι ~, έχω ελεύθερο χρόνο, προσφέρομαι για να κάνω κτ. || (ως ουσ., οικον.) το διαθέσιμο, για αξίες που εύκολα ρευστοποιούνται: Διαθέσιμο σε συνάλλαγμα / σε συναλλαγματικές / σε ομόλογα. Aύξηση / μείωση των διαθεσίμων μιας τράπεζας.
[λόγ. διάθεσ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. disponible]