Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαζευκτικός -ή -ό [δiazefktikós] Ε1 : (λογ.) που παρουσιάζει ως εξίσου δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (και που η υιοθέτηση της μιας αποκλείει εν μέρει ή εν όλω την άλλη): Tο δίλημμα είναι ένας ~ συλλογισμός. Διαζευκτική πρόταση / λύση. || (γραμμ.) διαζευκτικοί σύνδεσμοι, οι διαχωριστικοί συνδεσμοι: Οι σύνδεσμοι “ή” και “είτε” είναι διαζευκτικοί.
διαζευκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαζευκτικός]