Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαζευκτήριο το [δiazefktírio] Ο40 : έγγραφο που πιστοποιεί τη λύση ενός γάμου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαζευκτήριος (ενν. έγγρα φον) < ελνστ. διαζευκ- (διαζευγνύω) `χωρίζω κτ.΄ -τήριος]