Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαζευγμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαζευγμένος -η -ο [δiazevγménos] Ε3 : που έχει λύσει το γάμο του, που έχει χωρίσει με διαζύγιο.

[λόγ. < αρχ. διεζευγμένος `που έχει χωριστεί΄ μππ. του ρ. διαζεύγνυμι σημδ. γαλλ. divorcé (διε- > δια- για προσαρμ. στη δημοτ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες