Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαζευγμένος -η -ο [δiazevγménos] Ε3 : που έχει λύσει το γάμο του, που έχει χωρίσει με διαζύγιο.
[λόγ. < αρχ. διεζευγμένος `που έχει χωριστεί΄ μππ. του ρ. διαζεύγνυμι σημδ. γαλλ. divorcé (διε- > δια- για προσαρμ. στη δημοτ.)]