Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαδρομή η [δiaδromí] Ο29 : 1. η διάνυση μιας απόστασης, η μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο και το μεταξύ τους (τοπικό ή χρονικό) διάστημα: H ~ από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη είναι ευχάριστη / απολαυστική / κουραστική. ~ εκατό χιλιομέτρων. Ύστερα από ~ μιας ώρας φτάσαμε στον προορισμό μας. H αξία της διαδρομής είναι χίλιες δραχμές, για ταξί. 2. (μτφ.) ιστορική πορεία, εξέλιξη: H ιστορική ~ του ελληνισμού. 3. (σε αθλητικούς χώρους) στενόμακρη λωρίδα, όπου τρέχει ο καθένας από τους δρομείς.
[λόγ. < αρχ. διαδρομή `τρέξιμο κατά μήκος΄ σημδ. γαλλ. course, parcours, couloir]