Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδοσίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδοσίας ο [δiaδosías] Ο3 : αυτός που συνηθίζει να διαδίδει ψευδείς ειδήσεις, φήμες.

[λόγ. διάδοσ(ις)2 -ίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες