Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδηλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδηλώνω [δiaδilóno] -ομαι Ρ1 : 1. εκφράζω κτ. δημόσια, διακηρύσσω: Ο λαός θα συγκεντρωθεί στην πλατεία, για να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του στο δοκιμαζόμενο λαό της Kύπρου. 2. πραγματοποιώ διαδήλωση ή μετέχω σ΄ αυτήν: Xιλιάδες φοιτητές διαδηλώνουν ζητώντας την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. διαδηλ(ῶ) -ώνω `ορίζω καθαρά΄ σημδ. γαλλ. manifester]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες