Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδηλωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδηλωτής ο [δiaδilotís] Ο7 θηλ. διαδηλώτρια [δiaδilótria] Ο27 : αυτός που μετέχει σε διαδήλωση: H αστυνομία συνέλαβε πολλούς διαδηλωτές.

[λόγ. διαδηλω- (δες διαδηλώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. manifestant· λόγ. διαδηλω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες