Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαδεδομένος -η -ο [δiaδeδoménos] Ε3 : που έχει διαδοθεί, που είναι κοινός σε μεγάλο αριθμό προσώπων: Διαδεδομένη φήμη / πρόληψη / ιδέα / γνώμη. Mέθοδος πολύ διαδεδομένη. H φυματίωση ήταν πολύ διαδεδομένη ασθένεια στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο.
[λόγ. μππ. του ελνστ. ρ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ μτφρδ. γαλλ. répandu]