Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδεδομένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδεδομένος -η -ο [δiaδeδoménos] Ε3 : που έχει διαδοθεί, που είναι κοινός σε μεγάλο αριθμό προσώπων: Διαδεδομένη φήμη / πρόληψη / ιδέα / γνώμη. Mέθοδος πολύ διαδεδομένη. H φυματίωση ήταν πολύ διαδεδομένη ασθένεια στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο.

[λόγ. μππ. του ελνστ. ρ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ μτφρδ. γαλλ. répandu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες