Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαδέχομαι [δiaδéxome] Ρ3β : 1. (για πρόσ.) αναλαμβάνω, παίρνω τη θέση, το αξίωμα που κατείχε κάποιος προηγουμένως (και που αποχώρησε): Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο. Ο Mέγας Aλέξανδρος διαδέχτηκε τον πατέρα του Φίλιππο. Ποιος θα διαδεχτεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Δεν είναι ακόμη έτοιμος να διαδεχτεί τον πατέρα του στη διεύθυνση του εργοστασίου. 2. (για σύνολο στοιχείων, φαινομένων, πραγμάτων κτλ.) α. (χρον.) έρχομαι ύστερα από κτ. άλλο, ακολουθώ: H νύχτα διαδέχεται τη μέρα. Tην τρικυμία διαδέχεται η γαλήνη. β. (τοπ.) βρίσκομαι, έρχομαι ύστερα από κτ. άλλο: Οι πεδιάδες διαδέχονταν τις οροσειρές.
[λόγ. < αρχ. διαδέχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαδέχομαι.
-
- 1) Καταλαμβάνω αξίωμα που κατείχε άλλος· γίνομαι διάδοχος κάπ.:
- Χρυσόν … να διαδεχθείς εις την χώρα του (Λίβ. (Lamb.) N 337).
- 2) Κληρονομώ, λαμβάνω δικαιωματικά:
- (Διάτ. Κυπρ. 50416).
[αρχ. διαδέχομαι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταλαμβάνω αξίωμα που κατείχε άλλος· γίνομαι διάδοχος κάπ.: