Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγωγή η [δiaγojí] Ο29 : ο τρόπος που ενεργεί, που συμπεριφέρεται κάποιος στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας και της ηθικής: Άμεμπτη / ανεπίληπτη / καλή / κακή / επιλήψιμη / αχαρακτήριστη ~. Πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Tου μείωσαν την ποινή λόγω καλής διαγωγής. Επιδεικνύω καλή / κακή ~. || (για μαθητή, στρατιώτη κ.ά.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται απέναντι στους σχολικούς, στρατιωτικούς κ.ά. κανόνες: Άριστη / κοσμιοτάτη / κοσμία / μέτρια / καλή ~. Xαλάω / μειώνω τη ~ του μαθητή.
[λόγ. < αρχ. διαγωγή `μεταφορά, τρόπος που περνάει κάποιος τον καιρό του΄ σημδ. γαλλ. conduite]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαγωγή η.
-
- 1) Τρόπος ζωής, συμπεριφορά:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 107).
- 2) Τόπος διαμονής:
- τας οίκοι καταλιπόντες διαγωγάς (Ιερακοσ. 33620).
[αρχ. ουσ. διαγωγή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρόπος ζωής, συμπεριφορά: